"En el interior de un ruidoso café, inclinado sobre la mesa, está sentado un viejo; con un diario ante él, sin compañía. Y en el desprecio de su miserable vejez, piensa qué poco disfrutó de los años en que tuvo vigor, elocuencia y hermosura. Sabe que ha envejecido mucho; lo siente, lo ve. Y, a pesar de todo, el tiempo en que fue joven parece que fue ayer. ¡Qué distancia tan pequeña, qué distancia tan pequeña!
Y piensa ahora cómo se mofaba de él la Prudencia y cómo creyó siempre -¡qué locura!- a aquella embustera que decía: "Mañana. Tienes mucho tiempo." Recuerda impulsos que contuvo y cuánta
felicidad sacrificó. De su insensata sensatez cada oportunidad perdida ahora se burla .
... Pero de tanto pensar y recordar, el viejo se marea. Y se adormece apoyado sobre la mesa del café." | Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος· με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά. Και μες των άθλιων γηρατειών την καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά. Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό. Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα·
και πως την εμπιστεύονταν πάντα — τι τρέλλα! — την ψεύτρα που έλεγε· «Aύριο. Έχεις πολύν καιρό.» Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει. .... Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι. |